Ετυμολογία

επεξεργασία
καροτί < καρότ(ο) +

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.ɾoˈti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ρο‐τί

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καροτί ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Επίθετο

επεξεργασία

καροτί άκλιτο

  • άκλιτος τύπος του καροτής για όλα τα γένη

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη καρότο

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

καροτί