Ετυμολογία

επεξεργασία
καροτί < καρότ(ο) +

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καροτί ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

επεξεργασία

καροτί άκλιτο

  • άκλιτος τύπος του καροτής για όλα τα γένη

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη καρότο

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία