πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρότο τα καρότα
      γενική του καρότου των καρότων
    αιτιατική το καρότο τα καρότα
     κλητική καρότο καρότα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Καρότα.

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρότο ουδέτερο

  1. (λαχανικό) εδώδιμη ρίζα με χαρακτηριστικό χρώμα και άρωμα
  2. (τεχνολογία) κυλινδρικό τμήμα εδάφους, ασφάλτου ή παγετώνα που λαμβάνεται, με ειδικό μηχάνημα, σαν δείγμα, για να εξεταστεί η σύστασή του
  3. (μεταφορικά) κάτι που δίνουμε, για να προκαλέσουμε το ενδιαφέρον του άλλου, ώστε να ασχοληθεί με ένα θέμα

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία