πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καροτίνη οι καροτίνες
      γενική της καροτίνης των καροτινών
    αιτιατική την καροτίνη τις καροτίνες
     κλητική καροτίνη καροτίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καροτίνη θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. καροτίνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. s.v. «καρώτο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.