καροτίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καροτίνη < (λόγιο δάνειο) γερμανική Karotin < Karot (καρότο) [1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική carotène < υστερολατινικά carota < (ελληνιστική κοινή) καρωτόν[2] < αρχαία ελληνική κάρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαροτίνη θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία καροτίνη
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καροτίνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ s.v. «καρώτο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.