βιταμίνη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βιταμίνη | οι | βιταμίνες |
γενική | της | βιταμίνης | των | βιταμινών |
αιτιατική | τη | βιταμίνη | τις | βιταμίνες |
κλητική | βιταμίνη | βιταμίνες | ||
όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βιταμίνη θηλυκό
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- βιταμίνα
- βιταμίνες
- βιταμινικός
- → δείτε τις λέξεις αμμωνία και αμίνη
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- αβιταμίνωση
- αποβιταμινωμένος
- αποβιταμίνωση
- βιταμινούχος
- πολυβιταμίνες
- προβιταμίνη
- υπερβιταμινούχος
- υπερβιταμίνωση
- υποβιταμίνωση
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- βιταμίνη στη Βικιπαίδεια
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- ↑ λέξη που προτάθηκε από τον Πολωνό βιοχημικό Καζίμιεζ Φουνκ (Kazimierz Funk) το 1912