βιταμινούχος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
βιταμινούχος, -α/-ος, -ο
- το σκεύασμα ή το τρόφιμο ή το ρόφημα που περιέχει βιταμίνες, που είναι πλούσιο σε αυτές.
- μεταφορικά ή κατά λάθος, λέγεται από ορισμένους βιταμινούχο και ό,τι περιέχει χρήσιμα διατροφικά στοιχεία, όπως ίχνη μετάλλων, παρότι μπορεί να μην περιέχεται σε αυτό καμία βιταμίνη
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
βιταμινούχος
|