↓ πτώσεις |
ενικός |
γένη → |
αρσενικό |
θηλυκό |
ουδέτερο |
ονομαστική |
ο |
βιταμινούχος |
η |
βιταμινούχα & βιταμινούχος |
το |
βιταμινούχο |
γενική |
του |
βιταμινούχου |
της |
βιταμινούχας & βιταμινούχου |
του |
βιταμινούχου |
αιτιατική |
τον |
βιταμινούχο |
τη |
βιταμινούχα & βιταμινούχο |
το |
βιταμινούχο |
κλητική |
|
βιταμινούχε |
|
βιταμινούχα & βιταμινούχε |
|
βιταμινούχο |
↓ πτώσεις |
πληθυντικός |
γένη → |
αρσενικό |
θηλυκό |
ουδέτερο |
ονομαστική |
οι |
βιταμινούχοι |
οι |
βιταμινούχες & βιταμινούχοι |
τα |
βιταμινούχα |
γενική |
των |
βιταμινούχων |
των |
βιταμινούχων |
των |
βιταμινούχων |
αιτιατική |
τους |
βιταμινούχους |
τις |
βιταμινούχες & βιταμινούχους |
τα |
βιταμινούχα |
κλητική |
|
βιταμινούχοι |
|
βιταμινούχες & βιταμινούχοι |
|
βιταμινούχα |
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |