πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βιταμινούχος η βιταμινούχα
& βιταμινούχος
το βιταμινούχο
      γενική του βιταμινούχου της βιταμινούχας
& βιταμινούχου
του βιταμινούχου
    αιτιατική τον βιταμινούχο τη βιταμινούχα
& βιταμινούχο
το βιταμινούχο
     κλητική βιταμινούχε βιταμινούχα
& βιταμινούχε
βιταμινούχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βιταμινούχοι οι βιταμινούχες
& βιταμινούχοι
τα βιταμινούχα
      γενική των βιταμινούχων των βιταμινούχων των βιταμινούχων
    αιτιατική τους βιταμινούχους τις βιταμινούχες
& βιταμινούχους
τα βιταμινούχα
     κλητική βιταμινούχοι βιταμινούχες
& βιταμινούχοι
βιταμινούχα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
βιταμινούχος < βιταμίν(η) + -ούχος
ΔΦΑ : /vi.ta.miˈnu.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βιταμινούχος

βιταμινούχος, -α/-ος, -ο

Μεταφράσεις

επεξεργασία