↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερβιταμίνωση οι υπερβιταμινώσεις
      γενική της υπερβιταμίνωσης* των υπερβιταμινώσεων
    αιτιατική την υπερβιταμίνωση τις υπερβιταμινώσεις
     κλητική υπερβιταμίνωση υπερβιταμινώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερβιταμινώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερβιταμίνωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: λόγιο δάνειο από τη γαλλική hypervitaminose[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hypervitaminosis (νόθο σύνθετο)[2]. Μορφολογικά αναλύεται σε υπερ- + βιταμίν(η) + -ωση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υπερβιταμίνωση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. υπερβιταμίνωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)