αμμωνία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμμωνία | οι | αμμωνίες |
γενική | της | αμμωνίας | των | αμμωνιών |
αιτιατική | την | αμμωνία | τις | αμμωνίες |
κλητική | αμμωνία | αμμωνίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αμμωνία < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική ammonia < λατινική ammoniacus < αρχαία ελληνική ἀμμωνιακός < Ἄμμων < αρχαία αιγυπτιακή
(jmn)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμμωνία θηλυκό
- (χημεία) χημική ένωση αζώτου και υδρογόνου με χημικό τύπο NH3. Στις συνηθισμένες συνθήκες είναι ένα άχρωμο αέριο με χαρακτηριστική καυστική και αποπνικτική οσμή.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- Άμμων
- Αμμώνειο
- αμμωνιακό
- αμμωνιακός
- αμμώνιο
- αμμωνιούχος
- αμμωνίτης
- αμμωνοειδή
- → δείτε τις λέξεις βιταμίνη και αμίνη
Δείτε επίσης
επεξεργασία- αμμωνία στη Βικιπαίδεια