αρχαία αιγυπτιακά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρχαία αιγυπτιακά → δείτε τις λέξεις αρχαίος και αιγυπτιακός
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίααρχαία αιγυπτιακά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) που μιλιόταν στην αρχαία Αίγυπτο κατά την περίοδο του Παλαιού Βασιλείου (4η, 4η χιλιετία). Γραφόταν με τα ιερογλυφικά
Δείτε επίσης
επεξεργασία- κοπτικά (απόγονος)