κοπτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | κοπτικά | ||
γενική | των | κοπτικών | ||
αιτιατική | τα | κοπτικά | ||
κλητική | κοπτικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίακοπτικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κοπτικός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοπτικά ουδέτερο πληθυντικός
- (γλώσσα) η κοπτική γλώσσα, απόγονος της δημώδους αιγυπτιακής (με 40% ελληνικές λέξεις στη λογοτεχνική της μορφή), μιλήθηκε περίπου από το 200 έως το 800-900 και σήμερα βρίσκεται σε χρήση σε κείμενα της κοπτικής εκκλησίας
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακοπτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κοπτικός