αρχαίος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αρχαίος < αρχαία ελληνική ἀρχαῖος < ἀρχή < ἄρχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂érgʰ- (ἄρχω)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αρχαίος -α -ο
- που σχετίζεται με το μακρινό παρελθόν
- αρχαίος μύθος
- (ειδικότερα)
- που σχετίζεται με τους λαούς και τους πολιτισμούς της αρχαιότητας, της περιόδου δηλαδή που προηγείται του Μεσαίωνα
- (για την ελληνική γλώσσα) που χρησιμοποιήθηκε κατά την περίοδο από την πρώτη εμφάνιση των Ελλήνων μέχρι τα χρόνια της Αλεξανδρινής Κοινής (περίπου 2.000 π.Χ.-300 π.Χ.)
- (μεταφορικά) πολύ παλιός, τεχνολογικά ξεπερασμένος, απαρχαιωμένος
- είχε στο πατάρι και μια αρχαία γραφομηχανή του παππού του
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- αρχαία
- αρχαϊκός
- αρχαιοκάπηλος
- → δείτε τη λέξη αρχή
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αρχαίος αρσενικό
- (πληθυντικός αρχαίοι: οι άνθρωποι που έζησαν κατά την αρχαιότητα
- μελετά τους αρχαίους