Δείτε επίσης: ἀρχαιότητα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρχαιότητα οι αρχαιότητες
      γενική της αρχαιότητας των αρχαιοτήτων
    αιτιατική την αρχαιότητα τις αρχαιότητες
     κλητική αρχαιότητα αρχαιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχαιότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀρχαιότης (παλιά ιστορία), από την αιτιατική ενικού σε -ότητα «τὴν ἀρχαιότητα» < ἀρχαῖος & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική antiquité

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aɾ.çeˈo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐χαι‐ό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρχαιότητα θηλυκό

  1. οι αρχαίοι χρόνοι
    Οι Έλληνες κατά την αρχαιότητα δημιούργησαν έναν μεγάλο πολιτισμό.
  2. → δείτε  αρχαιότητες: αντικείμενα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος
    έμπορος αρχαιοτήτων, Εφορεία Αρχαιοτήτων
  3. (για εργαζόμενους) η παλαιότητα στη χρονική διάρκεια που κάποιος κατέχει μια θέση στον δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα
    Οι προαγωγές έγιναν κατ' αρχαιότητα.
    εκφράσεις: κατ' αρχαιότητα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία