Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ancienneté < ancien

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
ancienneté anciennetés

ancienneté (fr) θηλυκό

  1. το παλαιό, η παλαιότητα
     συνώνυμα: antiquité
  2. η προϋπηρεσία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη ancien