παλαιός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | παλαιός | η | παλαιά | το | παλαιό |
γενική | του | παλαιού | της | παλαιάς | του | παλαιού |
αιτιατική | τον | παλαιό | την | παλαιά | το | παλαιό |
κλητική | παλαιέ | παλαιά | παλαιό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | παλαιοί | οι | παλαιές | τα | παλαιά |
γενική | των | παλαιών | των | παλαιών | των | παλαιών |
αιτιατική | τους | παλαιούς | τις | παλαιές | τα | παλαιά |
κλητική | παλαιοί | παλαιές | παλαιά | |||
Κατηγορία όπως «παλιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παλαιός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παλαιός. Δείτε και παλιός.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.leˈos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐λαι‐ός
Επίθετο επεξεργασία
παλαιός, -ά, ό
- που υπήρχε στο παρελθόν για πολλά χρόνια
- ↪ ο παλαιός των ημερών
- ↪ η Παλαιά Διαθήκη
- ↪ τα Παλαιά Ανάκτορα
- (για πρόσωπο) που έχει μια ιδιότητα από παλιά (και ως ουσιαστικό)
- ↪ οι παλαιοί: οι προγενέστεροι
- (ονομασίες πόλεων) αντί του Παλιός
- ↪ Παλαιό Φάληρο
- (γλωσσολογία, ονομασίες γλωσσών) η αρχαία περίοδος στην εξέλιξη μιας γλώσσας
επεξεργασία
και
Μεταφράσεις επεξεργασία
παλαιός
Πηγές επεξεργασία
- παλαιός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- παλαιός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παλαιός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική παλαιός
Επίθετο επεξεργασία
παλαιός
- παλιός
- μεγάλος σε ηλικία (για ανθρώπους, ζώα)
- κάποιος ή κάτι απ' τα παλιά ή αρχαίος
- στον πληθυντικό παλαιά: παλιά γεγονότα
- σεβαστός, αγαπημένος
- έμπειρος
- (κακόσημο) αχρείος, άξιος περιφρόνησης
Άλλες μορφές επεξεργασία
- παλαῖος (Χρειάζεται έλεγχο τονισμού)
- παλιός
Εκφράσεις επεξεργασία
επεξεργασία
- παλαιο- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα παλαιο- στο Βικιλεξικό
- → δείτε και τη μορφή παλιο- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα παλιο- στο Βικιλεξικό
και
από το αρχαίο πάλαι
- παλαίζηλος
- παλαίποτε (επίρρημα)
- παλαίχρονος
Πηγές επεξεργασία
- παλαιός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παλαιός, ήδη μυκηναϊκή 𐀞𐀨𐀍 (pa-ra-jo) που συνδέεται με το επίρρημα πάλαι. Αμφίβολη η παραδοσιακή ετυμολόγηση με *παλα-Ϝός λόγω του μυκηναϊκού τύπου ή η σύνδεση με το επίρρημα τῆλε.[1]
Επίθετο επεξεργασία
παλαιός, -ά, -όν, συγκριτικός :παλαιότερος/παλαίτερος, υπερθετικός : παλαιότατος/παλαίτατος
Άλλες μορφές επεξεργασία
επεξεργασία
παράγωγα και σύνθετα
και
→ και δείτε τη λέξη πάλαι
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές επεξεργασία
- παλαιός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παλαιός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.