παλαιός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | παλαιός | παλαιά | παλαιό |
γενική | παλαιού | παλαιάς | παλαιού |
αιτιατική | παλαιό | παλαιά | παλαιό |
κλητική | παλαιέ | παλαιά | παλαιό |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | παλαιοί | παλαιές | παλαιά |
γενική | παλαιών | παλαιών | παλαιών |
αιτιατική | παλαιούς | παλαιές | παλαιά |
κλητική | παλαιοί | παλαιές | παλαιά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παλαιός < (λόγιο) αρχαία ελληνική παλαιός. Δείτε και παλιός
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
παλαιός, -ά, ό
- που υπήρχε στο παρελθόν για πολλά χρόνια
- ο παλαιός των ημερών
- Παλαιά Διαθήκη
- τα Παλαιά Ανάκτορα
- (για πρόσωπο) που έχει μια ιδιότητα από παλιά (και ως ουσιαστικό)
- οι παλαιοί: οι προγενέστεροι
- (ονομασίες πόλεων)
- Παλαιό Φάληρο
- (γλωσσολογία, ονομασίες γλωσσών) η αρχαία περίοδος στην εξέλιξη μιας γλώσσας
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
παλαιός
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παλαιός < πάλαι
ΕπίθετοΕπεξεργασία
παλαιός