παλαιός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | παλαιός | η | παλαιά | το | παλαιό |
γενική | του | παλαιού | της | παλαιάς | του | παλαιού |
αιτιατική | τον | παλαιό | την | παλαιά | το | παλαιό |
κλητική | παλαιέ | παλαιά | παλαιό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | παλαιοί | οι | παλαιές | τα | παλαιά |
γενική | των | παλαιών | των | παλαιών | των | παλαιών |
αιτιατική | τους | παλαιούς | τις | παλαιές | τα | παλαιά |
κλητική | παλαιοί | παλαιές | παλαιά | |||
Κατηγορία όπως «παλιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παλαιός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παλαιός. Δείτε και παλιός.
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.leˈos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐λαι‐ός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
παλαιός, -ά, ό
- που υπήρχε στο παρελθόν για πολλά χρόνια
- ↪ ο παλαιός των ημερών
- ↪ η Παλαιά Διαθήκη
- ↪ τα Παλαιά Ανάκτορα
- (για πρόσωπο) που έχει μια ιδιότητα από παλιά (και ως ουσιαστικό)
- ↪ οι παλαιοί: οι προγενέστεροι
- (ονομασίες πόλεων) αντί του Παλιός
- ↪ Παλαιό Φάληρο
- (γλωσσολογία, ονομασίες γλωσσών) η αρχαία περίοδος στην εξέλιξη μιας γλώσσας
Επεξεργασία
και
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
παλαιός
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παλαιός, ήδη μυκηναϊκή 𐀞𐀨𐀍 (pa-ra-jo) που συνδέεται με το επίρρημα πάλαι. Αμφίβολη η παραδοσιακή ετυμολόγηση με *παλα-Ϝός λόγω του μυκηναϊκού τύπου ή η σύνδεση με το επίρρημα τῆλε.[1]
ΕπίθετοΕπεξεργασία
παλαιός, -ά, -όν, συγκριτικός : παλαιότερος, υπερθετικός : παλαιότατος & παλαίτερος, παλαίτατος
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
και
→ και δείτε τη λέξη πάλαι
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «παλαιός» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «παλαιός» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.