Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλαιά αγγλικά < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Old English

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλαιά αγγλικά ουδέτερο στον πληθυντικό