αγγλοσαξονικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αγγλοσαξονικά | ||
γενική | των | αγγλοσαξονικών | ||
αιτιατική | τα | αγγλοσαξονικά | ||
κλητική | αγγλοσαξονικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγγλοσαξονικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αγγλοσαξονικός στον πληθυντικό < Αγγλοσάξονες < Άγγλος + Σάξονας.
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγγλοσαξονικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) τα παλαιά αγγλικά, η αρχαία αγγλική γλώσσα. Ανήκει στις δυτικές γερμανικές γλώσσες και μιλιόταν σε περιοχές της Αγγλίας και της νότιας Σκωτίας από τα μέσα του 5ου αι μ.Χ. έως τα μέσα του 12ου αι μ.Χ. περίπου.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγγλοσαξονικά
Επίρρημα
επεξεργασίααγγλοσαξονικά
- χρησιμοποιώντας την αγγλοσαξωνική γλώσσα
- όπως και οι Αγγλοσάξωνες
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγγλοσαξονικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααγγλοσαξονικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αγγλοσαξονικός