πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγγλοσαξονικός η αγγλοσαξονική το αγγλοσαξονικό
      γενική του αγγλοσαξονικού της αγγλοσαξονικής του αγγλοσαξονικού
    αιτιατική τον αγγλοσαξονικό την αγγλοσαξονική το αγγλοσαξονικό
     κλητική αγγλοσαξονικέ αγγλοσαξονική αγγλοσαξονικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγγλοσαξονικοί οι αγγλοσαξονικές τα αγγλοσαξονικά
      γενική των αγγλοσαξονικών των αγγλοσαξονικών των αγγλοσαξονικών
    αιτιατική τους αγγλοσαξονικούς τις αγγλοσαξονικές τα αγγλοσαξονικά
     κλητική αγγλοσαξονικοί αγγλοσαξονικές αγγλοσαξονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
αγγλοσαξονικός < Αγγλοσάξον(ες) + -ικός[1]
ΔΦΑ : /aŋ.ɡlo.sa.kso.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγγλοσαξονικός

αγγλοσαξονικός, -ή, -ό

  • σχετικός με τους Αγγλοσάξονες
      Πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι τα αγγλοσαξονικά κράτη γενικώς τείνουν να έχουν πιο αυστηρούς ποινικούς κώδικες.
    ΗΠΑ, η χώρα των φυλακών, Η Καθημερινή, 3 Μαΐου 2008

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία