Άγγλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | Άγγλος | Αγγλίδα | Άγγλοι | Αγγλίδες |
γενική | Άγγλου | Αγγλίδας | Άγγλων | Αγγλίδων |
αιτιατική | Άγγλο | Αγγλίδα | Άγγλους | Αγγλίδες |
κλητική | Άγγλε | Αγγλίδα | Άγγλοι | Αγγλίδες |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Άγγλος < μεσαιωνική ελληνική Ἄγγλος < Ἄγγλία < υστερολατινική Anglia < Angli < Anglus < πρωτογερμανική *angulō / *angô (αγκίστρι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂énk-ō < *h₂enk- (καμπή, καμπύλη, λύγισμα)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈaŋ.glos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Άγ‐γλος
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Άγγλος αρσενικό (θηλυκό Αγγλίδα)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από την Αγγλία
- ⮡ Ο Τζον είναι Άγγλος και κατάγεται από το Λονδίνο, αλλά έχει ταξιδέψει σε πολλές χώρες και έχει μάθει να μιλάει πολλές γλώσσες.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Άγγλος
Πηγές
επεξεργασία
- Άγγλος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Άγγλος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)