ponctuel
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ponctuel | ponctuels |
θηλυκό | ponctuelle | ponctuelles |
ponctuel (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ponctuel | ponctuels |
θηλυκό | ponctuelle | ponctuelles |
ponctuel (fr)