ακριβής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ακριβής < αρχαία ελληνική ἀκριβής
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ακριβής, -ής, -ές
- που υπολογίζεται με τρόπο απόλυτο και όχι κατά προσέγγιση
- ακριβείς διαστάσεις, ακριβές μέγεθος, ακριβής τιμή
- που προσδιορίζεται με τρόπο απόλυτο, με σαφήνεια και με κάθε λεπτομέρεια και όχι κατά προσέγγιση
- ακριβής ώρα, ακριβής διάγνωση
- που διατυπώνεται ή ορίζεται με τρόπο σαφή και αποδίδει απόλυτα κάθε λεπτομέρεια, ώστε να μην αφήνει περιθώρια λάθους ή παρερμηνείας
- ακριβής μετάφραση, ακριβής διατύπωση, ακριβείς πληροφορίες
- που διακρίνεται από συνέπεια, ο συνεπής, ο τακτικός
- είναι ακριβής στα ραντεβού του
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ακριβής
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
ακριβής