ακριβώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακριβώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκριβῶς < ἀκριβής
Προφορά
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαακριβώς
- έτσι όπως το λέει κάποιος, χωρίς αποκλίσεις, αλλαγές η διαφορές
- δεν έχουν ακριβώς έτσι τα πράγματα
- για θέση, ποσότητα, χρονικό σημείο κλπ. που περιγράφεται με ακρίβεια, όχι "στο περίπου"
- του έκανε εντύπωση πως το λεωφορείο έφυγε στις 15.00 ακριβώς, χωρίς καμία καθυστέρηση
- στεκόταν ακριβώς πίσω της, χωρίς να κάνει το παραμικρό θόρυβο
- λέγεται ως ένδειξη συμφωνίας σε μια παρατήρηση, ένα σχόλιο, κλπ.
- Ξέρεις τι μου τη δίνει σε όλη αυτή την υπόθεση;
- Το ότι εμείς κάνουμε τις αγγαρείες ενώ αυτός τεμπελιάζει;
- Ακριβώς!
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ακριβώς
|