ακριβός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ακριβός | η | ακριβή | το | ακριβό |
γενική | του | ακριβού | της | ακριβής | του | ακριβού |
αιτιατική | τον | ακριβό | την | ακριβή | το | ακριβό |
κλητική | ακριβέ | ακριβή | ακριβό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ακριβοί | οι | ακριβές | τα | ακριβά |
γενική | των | ακριβών | των | ακριβών | των | ακριβών |
αιτιατική | τους | ακριβούς | τις | ακριβές | τα | ακριβά |
κλητική | ακριβοί | ακριβές | ακριβά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαακριβός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀκριβός < αρχαία ελληνική ἀκριβής
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαακριβός -ή -ό
- που στοιχίζει πολλά χρήματα για να τον αποκτήσεις, πολύτιμος
- που έχει πολλά έξοδα, δαπανηρός
- που παρέχει υπηρεσίες σε μεγάλες τιμές
- (μεταφορικά) ο αγαπημένος, ο προσφιλής
- ο ακριβός μου (σύζυγος), η ακριβή μου θυγατέρα,
- Παράγωγα μονάκριβος
Εκφράσεις
επεξεργασία- ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ' αλεύρι: για κάποιον που ξοδεύει πολλά σε μη σημαντικά πράγματα και λίγα στα πιο σημαντικά
- τα λόγια του είναι ακριβά: είναι λιγομίλητος
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- ακριβογυιός
- ακριβοδίκαιος
- ακριβοθυγατέρα
- ακριβοθώρητος
- ακριβολόγος
- ακριβολογώ
- ακριβοπληρώνω
- ακριβοπουλώ