Ετυμολογία

επεξεργασία
ακριβοπουλώ < ακριβο- + πουλώ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.kɾi.vo.puˈlo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κρι‐βο‐που‐λώ

ακριβοπουλώ, αόρ.: ακριβοπούλησα, παθ.φωνή: ακριβοπουλιέμαι, π.αόρ.: ακριβοπουλήθηκα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία