Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πουλάω < πουλ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πουλῶ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πωλῶ με [o] > [u][1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pel-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /puˈla.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: που‐λά‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

πουλάω/πουλώ, αόρ.: πούλησα, παθ.φωνή: πουλιέμαι, π.αόρ.: πουλήθηκα, μτχ.π.π.: πουλημένος

  1. μεταφέρω ορισμένο αγαθό ή δικαίωμα ενάντι χρηματικής αποζημίωσης
  2. διαθέτω προς πώληση
  3. (μεταφορικά) προδίδω, καθιστώ αντικείμενο συναλλαγής

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

δείτε και τα συγγενικά τους

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πωλώ για το θέμα πωλ-

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία