Ετυμολογία

επεξεργασία

πουλάω/πουλώ, αόρ.: πούλησα, παθ.φωνή: πουλιέμαι, π.αόρ.: πουλήθηκα, μτχ.π.π.: πουλημένος

  1. μεταφέρω ορισμένο αγαθό ή δικαίωμα ενάντι χρηματικής αποζημίωσης
  2. διαθέτω προς πώληση
  3. (μεταφορικά) προδίδω, καθιστώ αντικείμενο συναλλαγής

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη πωλώ για το θέμα πωλ-

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία