sell
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | sell |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sells |
αόριστος | sold |
παθητική μετοχή | sold |
ενεργητική μετοχή | selling |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
επεξεργασίαsell (en)
ενεστώτας | sell |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sells |
αόριστος | sold |
παθητική μετοχή | sold |
ενεργητική μετοχή | selling |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
sell (en)