Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεπουλώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξεπουλῶ → και δείτε τη λέξη ξεπουλάω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kse.puˈlo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξε‐που‐λώ

  Ρήμα επεξεργασία

ξεπουλώ