πούληση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πούληση | οι | πουλήσεις |
γενική | της | πούλησης* | των | πουλήσεων |
αιτιατική | την | πούληση | τις | πουλήσεις |
κλητική | πούληση | πουλήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πουλήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πούληση θηλυκό
- (προφορικό) άλλη μορφή του πώληση
Μεταφράσεις επεξεργασία
πούληση
|