αξεπούλητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααξεπούλητος, -η, -ο
- που δεν έχει ξεπουληθεί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αξεπούλητα
- → δείτε τις λέξεις ξεπουλώ και πουλώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία αξεπούλητος
|