απούλητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απούλητος < μεσαιωνική ελληνική απούλητος < α- + πουλώ + -τος
Επίθετο επεξεργασία
απούλητος, -η, -ο
- που δεν έχει πουληθεί
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πουλώ