invendu
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | invendu | invendus |
θηλυκό | invendue | invendues |
invendu (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | invendu | invendus |
θηλυκό | invendue | invendues |
invendu (fr) αρσενικό