Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πωλημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Άλλες μορφές
1.1.2
Συγγενικά
1.1.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πωλημέν
ος
η
πωλημέν
η
το
πωλημέν
ο
γενική
του
πωλημέν
ου
της
πωλημέν
ης
του
πωλημέν
ου
αιτιατική
τον
πωλημέν
ο
την
πωλημέν
η
το
πωλημέν
ο
κλητική
πωλημέν
ε
πωλημέν
η
πωλημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πωλημέν
οι
οι
πωλημέν
ες
τα
πωλημέν
α
γενική
των
πωλημέν
ων
των
πωλημέν
ων
των
πωλημέν
ων
αιτιατική
τους
πωλημέν
ους
τις
πωλημέν
ες
τα
πωλημέν
α
κλητική
πωλημέν
οι
πωλημέν
ες
πωλημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
πωλημένος, -η, -ο
(
κυριολεκτικά
) (
λόγιο
)
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
πωλώ
Άλλες μορφές
επεξεργασία
πουλημένος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
πουλώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πωλημένος
→
δείτε
τη λέξη
πουλημένος