πωλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πωλώ < αρχαία ελληνική πωλέω / πωλῶ
Ρήμα
επεξεργασίαπωλώ
- μεταβιβάζω ένα αγαθό έναντι χρημάτων
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασίαΧρησιμοποιείται αντί του λαϊκότερου πουλάω - πουλώ σε επίσημα έγγραφα, πχ συμβόλαια, και σε αγγελίες.
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πωλώ | πωλούσα | θα πωλώ | να πωλώ | πωλώντας | |
β' ενικ. | πωλείς | πωλούσες | θα πωλείς | να πωλείς | (πώλει) | |
γ' ενικ. | πωλεί | πωλούσε | θα πωλεί | να πωλεί | ||
α' πληθ. | πωλούμε | πωλούσαμε | θα πωλούμε | να πωλούμε | ||
β' πληθ. | πωλείτε | πωλούσατε | θα πωλείτε | να πωλείτε | πωλείτε | |
γ' πληθ. | πωλούν(ε) | πωλούσαν(ε) | θα πωλούν(ε) | να πωλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πώλησα | θα πωλήσω | να πωλήσω | πωλήσει | ||
β' ενικ. | πώλησες | θα πωλήσεις | να πωλήσεις | πώλησε | ||
γ' ενικ. | πώλησε | θα πωλήσει | να πωλήσει | |||
α' πληθ. | πωλήσαμε | θα πωλήσουμε | να πωλήσουμε | |||
β' πληθ. | πωλήσατε | θα πωλήσετε | να πωλήσετε | πωλήστε | ||
γ' πληθ. | πώλησαν πωλήσαν(ε) |
θα πωλήσουν(ε) | να πωλήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πωλήσει | είχα πωλήσει | θα έχω πωλήσει | να έχω πωλήσει | ||
β' ενικ. | έχεις πωλήσει | είχες πωλήσει | θα έχεις πωλήσει | να έχεις πωλήσει | ||
γ' ενικ. | έχει πωλήσει | είχε πωλήσει | θα έχει πωλήσει | να έχει πωλήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πωλήσει | είχαμε πωλήσει | θα έχουμε πωλήσει | να έχουμε πωλήσει | ||
β' πληθ. | έχετε πωλήσει | είχατε πωλήσει | θα έχετε πωλήσει | να έχετε πωλήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πωλήσει | είχαν πωλήσει | θα έχουν πωλήσει | να έχουν πωλήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία πωλώ
→ δείτε τη λέξη πουλώ |