Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πωλώ < αρχαία ελληνική πωλέω / πωλῶ

  Ρήμα επεξεργασία

πωλώ

  • μεταβιβάζω ένα αγαθό έναντι χρημάτων

Αντώνυμα επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

Χρησιμοποιείται αντί του λαϊκότερου πουλάω - πουλώ σε επίσημα έγγραφα, πχ συμβόλαια, και σε αγγελίες.

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία