ολιγοπώλιο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ολιγοπώλιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική oligopole < αρχαία ελληνική ὀλίγος + πωλῶ
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ολιγοπώλιο ουδέτερο
- (οικονομία) ο έλεγχος της διάθεσης ενός ή περισσοτέρων αγαθών από λίγους, (λ.χ. επιχειρήσεις, κράτη), οι οποίοι συνεργάζονται για την ευνοϊκή για αυτούς ρύθμιση των τιμών, το καρτέλ