Δείτε επίσης: καρτέλα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρτέλ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Kartell < γαλλική cartel < λατινική charta < αρχαία ελληνική χάρτης (αντιδάνειο) < χαράσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰer- (χαράσσω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaɾˈtel/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρ‐τέλ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρτέλ ουδέτερο άκλιτο

  1. (οικονομία) η σύμπραξη ανάμεσα σε ομάδες συνδικαλιστικών, ή επαγγελματικών, ή επιχειρήσεων, ή κρατών σε κοινή δράση, ώστε να περιορίσουν τον μεταξύ τους ανταγωνισμό και να ελέγξουν τις τιμές των προϊόντων τους
  2. η εκούσια εμφανής ή αφανής κοινοπραξία επιχειρήσεων για μονοπώληση ή χειραγώγηση της αγοράς, διατηρώντας όμως την αυτοτέλειά τους
    ⮡  το καρτέλ των πετρελαιοπαραγωγών χωρών,
    ⮡  υπό δικαστική έρευνα ελληνικό καρτέλ γαλακτοβιομηχανιών.

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • πρώτος που φέρεται να χρησιμοποίησε τον όρο "καρτέλ" σε διάρθρωση βιομηχανικής επιχείρησης ήταν κάποιο μέλος του γερμανικού Ράιχσταγκ το 1879, όπως σημειώνει ο R. Piotrowski στο σύγγραμμά του "Cartels and Trusts" Λονδίνο 1933.
  • οι παραπάνω ορισμοί δίνονται σύμφωνα με το Λεξικό Κοινωνικών Όρων UNESCO τ.1ος, ο δε προσδιορισμός "εμφανής ή αφανής κοινοπραξία" από το Λεξικό Οικονομοτεχνικών Όρων του ΕΛΚΕΠΑ (1985) σ.84.

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία