αντιδάνειο
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αντιδάνειο | τα | αντιδάνεια |
γενική | του | αντιδάνειου & αντιδανείου |
των | αντιδάνειων & αντιδανείων |
αιτιατική | το | αντιδάνειο | τα | αντιδάνεια |
κλητική | αντιδάνειο | αντιδάνεια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αντιδάνειο < αντι- + δάνειο (μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Rückwanderer)
Προφορά Επεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.diˈða.ni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐δά‐νει‐ο
Ουσιαστικό Επεξεργασία
παραδείγματα αντιδανείων |
αντιδάνειο ουδέτερο
- (γλωσσολογία) λέξη ή λεξιλογικό στοιχείο, που επιστρέφει σε μία γλώσσα ως (γλωσσικό) δάνειο άλλης γλώσσας, με αλλαγμένη μορφή ή και σημασία
Σημειώσεις Επεξεργασία
- Ευρεία ή στενή ερμηνεία του όρου αντιδάνειο στα ετυμολογικά λεξικά:
- παραδειγμα: Διαφορετική χρήση του όρου αντιδάνειο στην ετυμολόγηση του λήμματος αρμόνιο: θεωρείται αντιδάνειο (στην ευρεία σημασία) του όρου αλλά όχι με τη στενή ακριβή ερμηνεία του.
- → χρειάζεται παράθεμα από Εισαγωγές λεξικών, που ορίζουν τον τρόπο χαρακτηρισμού 'αντιδάνειο'
Επεξεργασία
- αντιδανειακός
- → δείτε τις λέξεις αντιδανείζω, αντί και δάνειο
Δείτε επίσης Επεξεργασία
- → δείτε γλωσσικό δάνειο: για περισσότερους γλωσσολογικούς όρους που σχετίζονται με τα γλωσσικά δάνεια
- Κατηγορία:Αντιδάνεια στο Βικιλεξικό
- Κατηγορία:Αντιδάνεια (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
- λήμματα-αντιδάνεια στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις Επεξεργασία
αντιδάνειο
Πηγές Επεξεργασία
- αντιδάνειο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- αντιδάνειο - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό Λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας