γλωσσικό δάνειο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαγλωσσικό δάνειο ουδέτερο
- (γλωσσολογία) γλωσσικό στοιχείο μιας γλώσσας που εισάγεται και ενσωματώνεται σε μια άλλη γλώσσα
Υπώνυμα
επεξεργασίαΕίδη γλωσσικών δανείων, γλωσσικού δανεισμού
- ακουστικό δάνειο
- αναδανεισμός
- αντιδάνειο
- απόδοση
- απροσάρμοστο δάνειο
- ατελώς προσαρμοσμένο δάνειο
- δάνειο
- διαχρονικό δάνειο
- διεθνισμός
- ελληνογενής ξένος όρος
- εσωτερικό δάνειο
- κλασικά σύνθετα
- κωδικοποιημένο δάνειο
- λαϊκό δάνειο
- λόγιο δάνειο
- λόγιο διαχρονικό δάνειο
- λόγιο ενδογενές δάνειο
- μεταφορά
- μεταφραστικό δάνειο
- οπτικό δάνειο
- ορθογραφικό δάνειο
- προσαρμοσμένο δάνειο
- προφορικό δάνειο
- σημασιολογικό δάνειο
- ψευδοδάνειο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΌροι σχετικοί με τα γλωσσικά δάνεια:
Επίσης
- γλωσσικό δάνειο στη Βικιπαίδεια
- Παπαναστασίου, Γιώργος. (2001) Γλωσσικός δανεισμός. Εγκυκλοπαιδικός οδηγός. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Διαθέσιμο στο greek‑language.gr