Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διεύρυνση
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικές λέξεις
1.2.2
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
διεύρυνσ
η
οι
διευρύνσ
εις
γενική
της
διεύρυνσ
ης
&
διευρύνσ
εως
των
διευρύνσ
εων
αιτιατική
τη
διεύρυνσ
η
τις
διευρύνσ
εις
κλητική
διεύρυνσ
η
διευρύνσ
εις
όπως «
δύναμη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
διεύρυνση
<
διευρύνω
+
-ση
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
διεύρυνση
θηλυκό
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
διευρύνω
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
διευρύνω
,
διά
και
ευρύς
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
διεύρυνση
γαλλικά
:
élargissement
(fr)