διευρύνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διευρύνω < (δια-) δι- + ευρύς + -ύνω (ελληνιστική κοινή διευρύνομαι) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.eˈvɾi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ευ‐ρύ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαδιευρύνω, πρτ.: διεύρυνα, στ.μέλλ.: θα διευρύνω, αόρ.: διεύρυνα, παθ.φωνή: διευρύνομαι, π.αόρ.: διευρύνθηκα, μτχ.π.π.: διευρυμένος
- διαπλατύνω, πλαταίνω, διανοίγω, μεγαλώνω
- ⮡ με τη μελέτη άρχισε να διευρύνει τον κύκλο των γνώσεων του
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διευρύνω | διεύρυνα | θα διευρύνω | να διευρύνω | διευρύνοντας | |
β' ενικ. | διευρύνεις | διεύρυνες | θα διευρύνεις | να διευρύνεις | διεύρυνε | |
γ' ενικ. | διευρύνει | διεύρυνε | θα διευρύνει | να διευρύνει | ||
α' πληθ. | διευρύνουμε | διευρύναμε | θα διευρύνουμε | να διευρύνουμε | ||
β' πληθ. | διευρύνετε | διευρύνατε | θα διευρύνετε | να διευρύνετε | διευρύνετε | |
γ' πληθ. | διευρύνουν(ε) | διεύρυναν διευρύναν(ε) |
θα διευρύνουν(ε) | να διευρύνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διεύρυνα | θα διευρύνω | να διευρύνω | διευρύνει | ||
β' ενικ. | διεύρυνες | θα διευρύνεις | να διευρύνεις | διεύρυνε | ||
γ' ενικ. | διεύρυνε | θα διευρύνει | να διευρύνει | |||
α' πληθ. | διευρύναμε | θα διευρύνουμε | να διευρύνουμε | |||
β' πληθ. | διευρύνατε | θα διευρύνετε | να διευρύνετε | διευρύντε | ||
γ' πληθ. | διεύρυναν διευρύναν(ε) |
θα διευρύνουν(ε) | να διευρύνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διευρύνει | είχα διευρύνει | θα έχω διευρύνει | να έχω διευρύνει | ||
β' ενικ. | έχεις διευρύνει | είχες διευρύνει | θα έχεις διευρύνει | να έχεις διευρύνει | ||
γ' ενικ. | έχει διευρύνει | είχε διευρύνει | θα έχει διευρύνει | να έχει διευρύνει | ||
α' πληθ. | έχουμε διευρύνει | είχαμε διευρύνει | θα έχουμε διευρύνει | να έχουμε διευρύνει | ||
β' πληθ. | έχετε διευρύνει | είχατε διευρύνει | θα έχετε διευρύνει | να έχετε διευρύνει | ||
γ' πληθ. | έχουν διευρύνει | είχαν διευρύνει | θα έχουν διευρύνει | να έχουν διευρύνει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διευρύνομαι | διευρυνόμουν(α) | θα διευρύνομαι | να διευρύνομαι | ||
β' ενικ. | διευρύνεσαι | διευρυνόσουν(α) | θα διευρύνεσαι | να διευρύνεσαι | ||
γ' ενικ. | διευρύνεται | διευρυνόταν(ε) | θα διευρύνεται | να διευρύνεται | ||
α' πληθ. | διευρυνόμαστε | διευρυνόμαστε διευρυνόμασταν |
θα διευρυνόμαστε | να διευρυνόμαστε | ||
β' πληθ. | διευρύνεστε | διευρυνόσαστε διευρυνόσασταν |
θα διευρύνεστε | να διευρύνεστε | (διευρύνεστε) | |
γ' πληθ. | διευρύνονται | διευρύνονταν διευρυνόντουσαν |
θα διευρύνονται | να διευρύνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διευρύνθηκα | θα διευρυνθώ | να διευρυνθώ | διευρυνθεί | ||
β' ενικ. | διευρύνθηκες | θα διευρυνθείς | να διευρυνθείς | διευρύνσου | ||
γ' ενικ. | διευρύνθηκε | θα διευρυνθεί | να διευρυνθεί | |||
α' πληθ. | διευρυνθήκαμε | θα διευρυνθούμε | να διευρυνθούμε | |||
β' πληθ. | διευρυνθήκατε | θα διευρυνθείτε | να διευρυνθείτε | διευρυνθείτε | ||
γ' πληθ. | διευρύνθηκαν διευρυνθήκαν(ε) |
θα διευρυνθούν(ε) | να διευρυνθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διευρυνθεί | είχα διευρυνθεί | θα έχω διευρυνθεί | να έχω διευρυνθεί | ||
β' ενικ. | έχεις διευρυνθεί | είχες διευρυνθεί | θα έχεις διευρυνθεί | να έχεις διευρυνθεί | ||
γ' ενικ. | έχει διευρυνθεί | είχε διευρυνθεί | θα έχει διευρυνθεί | να έχει διευρυνθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διευρυνθεί | είχαμε διευρυνθεί | θα έχουμε διευρυνθεί | να έχουμε διευρυνθεί | ||
β' πληθ. | έχετε διευρυνθεί | είχατε διευρυνθεί | θα έχετε διευρυνθεί | να έχετε διευρυνθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διευρυνθεί | είχαν διευρυνθεί | θα έχουν διευρυνθεί | να έχουν διευρυνθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ς - είμαστε, είστε, είναι ι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ς - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ς - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ς - να είμαστε, να είστε, να είναι ι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία διευρύνω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ διευρύνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας