Ετυμολογία

επεξεργασία

διευρύνω, πρτ.: διεύρυνα, στ.μέλλ.: θα διευρύνω, αόρ.: διεύρυνα, παθ.φωνή: διευρύνομαι, π.αόρ.: διευρύνθηκα, μτχ.π.π.: διευρυμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία