διαπλατύνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαπλατύνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαπλατύνω < δια- + πλατύνω < πλατύς
Ρήμα
επεξεργασίαδιαπλατύνω, αόρ.: διαπλάτυνα, παθ.φωνή: διαπλατύνομαι, π.αόρ.: διαπλατύνθηκα, μτχ.π.π.: διαπλατυσμένος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- διαπλατυμένος / διαπλατυσμένος
- διαπλάτυνση
- → δείτε τις λέξεις πλατύνω και πλατύς
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαπλατύνω | διαπλάτυνα | θα διαπλατύνω | να διαπλατύνω | διαπλατύνοντας | |
β' ενικ. | διαπλατύνεις | διαπλάτυνες | θα διαπλατύνεις | να διαπλατύνεις | διαπλάτυνε | |
γ' ενικ. | διαπλατύνει | διαπλάτυνε | θα διαπλατύνει | να διαπλατύνει | ||
α' πληθ. | διαπλατύνουμε | διαπλατύναμε | θα διαπλατύνουμε | να διαπλατύνουμε | ||
β' πληθ. | διαπλατύνετε | διαπλατύνατε | θα διαπλατύνετε | να διαπλατύνετε | διαπλατύνετε | |
γ' πληθ. | διαπλατύνουν(ε) | διαπλάτυναν διαπλατύναν(ε) |
θα διαπλατύνουν(ε) | να διαπλατύνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαπλάτυνα | θα διαπλατύνω | να διαπλατύνω | διαπλατύνει | ||
β' ενικ. | διαπλάτυνες | θα διαπλατύνεις | να διαπλατύνεις | διαπλάτυνε | ||
γ' ενικ. | διαπλάτυνε | θα διαπλατύνει | να διαπλατύνει | |||
α' πληθ. | διαπλατύναμε | θα διαπλατύνουμε | να διαπλατύνουμε | |||
β' πληθ. | διαπλατύνατε | θα διαπλατύνετε | να διαπλατύνετε | διαπλατύντε | ||
γ' πληθ. | διαπλάτυναν διαπλατύναν(ε) |
θα διαπλατύνουν(ε) | να διαπλατύνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαπλατύνει | είχα διαπλατύνει | θα έχω διαπλατύνει | να έχω διαπλατύνει | ||
β' ενικ. | έχεις διαπλατύνει | είχες διαπλατύνει | θα έχεις διαπλατύνει | να έχεις διαπλατύνει | ||
γ' ενικ. | έχει διαπλατύνει | είχε διαπλατύνει | θα έχει διαπλατύνει | να έχει διαπλατύνει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαπλατύνει | είχαμε διαπλατύνει | θα έχουμε διαπλατύνει | να έχουμε διαπλατύνει | ||
β' πληθ. | έχετε διαπλατύνει | είχατε διαπλατύνει | θα έχετε διαπλατύνει | να έχετε διαπλατύνει | ||
γ' πληθ. | έχουν διαπλατύνει | είχαν διαπλατύνει | θα έχουν διαπλατύνει | να έχουν διαπλατύνει |
|
παθητική φωνή: → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαπλατύνω
|
Πηγές
επεξεργασία- διαπλατύνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- διαπλατύνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαπλατύνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.