πλατύς
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πλατύς < αρχαία ελληνική πλατύς < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *pl̥th₂us < *pleth₂os
ΕπίθετοΕπεξεργασία
πλατύς, -ιά, -ύ
- που έχει ικανό πλάτος
- που έχει μεγάλη έκταση
- (μεταφορικά) που δεν περιορίζεται που είναι ανοιχτός
- (μεταφορικά) που είναι τεκμηριωμένος και εμπεριστατωμένος