πλατειασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλατειασμός < ελληνιστική κοινή πλατειασμός < αρχαία ελληνική πλατειάζω < πλατύς ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική enlargement[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλατειασμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πλατειάζω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πλατειασμός
|
- ↑ πλατειασμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)