φλυαρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φλυαρία | οι | φλυαρίες |
γενική | της | φλυαρίας | των | φλυαριών |
αιτιατική | τη | φλυαρία | τις | φλυαρίες |
κλητική | φλυαρία | φλυαρίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φλυαρία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φλυαρία < φλύαρος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fli.aˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φλυ‐α‐ρί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφλυαρία θηλυκό
- το να λέει κανείς πολλά και συνήθως περιττά ή ανούσια πράγματα
Συνώνυμα
επεξεργασίασυνώνυμα και συναφή
- αδολέσχημα
- αδολεσχία
- αερολογία
- αθυρογλωσσία
- αθυροστομία
- ακριτοέπεια
- ακριτολογία
- ακριτομυθία
- αμετροέπεια
- αμετρολογία
- ανεμολογία
- απεραντολογία
- αργολογία
- ασιγησία
- ασωπασιά
- βαττολογία
- βερμπαλισμός
- γκεβεζιλίκι
- γλωσσάλγημα
- γλωσσαλγία
- γλωσσοκοπία
- γλωσσοκοπιά
- κενολογία
- ληρολογία
- λίμα
- λογοδιάρροια
- λογοκοπία
- λογόρροια
- μακρηγορία
- μακρολογία
- ματαιολογία
- μπλαμπλά
- μπουρ μπουρ
- μπούρου μπούρου
- μωρολογία
- οίστρος
- παραλήρημα
- παραμιλητό
- πάρλα
- περιττολογία
- πλατυρρημοσύνη
- πολυλαλία
- πολυλαλιά
- πολυλογία
- στωμυλία
- υπερομιλητικότητα
- φαφλατάρισμα
- φαφλατιά
- φληνάφημα
- φλυάρημα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φλύαρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία φλυαρία
Πηγές
επεξεργασία- φλυαρία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | φλυαρίᾱ | αἱ | φλυαρίαι |
γενική | τῆς | φλυαρίᾱς | τῶν | φλυαριῶν |
δοτική | τῇ | φλυαρίᾳ | ταῖς | φλυαρίαις |
αιτιατική | τὴν | φλυαρίᾱν | τὰς | φλυαρίᾱς |
κλητική ὦ! | φλυαρίᾱ | φλυαρίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φλυαρίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φλυαρίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαφλυαρία, ήδη τον 5ο αιώνα < φλύαρ(ος) [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφλυαρία θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «φλύαρος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- φλυαρία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φλυαρία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.