πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φλυαρία οι φλυαρίες
      γενική της φλυαρίας των φλυαριών
    αιτιατική τη φλυαρία τις φλυαρίες
     κλητική φλυαρία φλυαρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φλυαρία θηλυκό

  • το να λέει κανείς πολλά και συνήθως περιττά ή ανούσια πράγματα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φλυαρί αἱ φλυαρίαι
      γενική τῆς φλυαρίᾱς τῶν φλυαριῶν
      δοτική τῇ φλυαρί ταῖς φλυαρίαις
    αιτιατική τὴν φλυαρίᾱν τὰς φλυαρίᾱς
     κλητική ! φλυαρί φλυαρίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φλυαρί
γεν-δοτ τοῖν  φλυαρίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

φλυαρία, ήδη τον 5ο αιώνα < φλύαρ(ος) [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φλυαρία θηλυκό

Αναφορές

επεξεργασία
  1. «φλύαρος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.