Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αδολέσχημα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αδολέσχημα
τα
αδολεσχήμα
τ
α
γενική
του
αδολεσχήμα
τ
ος
των
αδολεσχημά
τ
ων
αιτιατική
το
αδολέσχημα
τα
αδολεσχήμα
τ
α
κλητική
αδολέσχημα
αδολεσχήμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αδολέσχημα
<
αδολέσχης
+
-ημα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αδολέσχημα
ουδέτερο
η
αδολεσχία
Συνώνυμα
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
φλυαρία
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
αδολεσχία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αδολέσχημα
→
δείτε
τις λέξεις
φλυαρία
και
αδολεσχία