βαττολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαττολογία < (ελληνιστική κοινή) βαττολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαττολογία θηλυκό
- (λόγιο) η φλυαρία και η πολυλογία (συναντάται ιδιαίτερα στην προσευχή)
- Ο Χριστός επέκρινε τη βαττολογία των ειδωλολατρών