πολυλογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυλογία < αρχαία ελληνική πολυλογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολυλογία θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολυλογία
|
Δείτε επίσης : παλιλλογία |
πολυλογία θηλυκό
|