Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυλογού οι πολυλογούδες
      γενική της πολυλογούς των πολυλογούδων
    αιτιατική την πολυλογού τις πολυλογούδες
     κλητική πολυλογού πολυλογούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυλογού < πολυλογ(άς) + κατάληξη θηλυκού -ού. Μορφολογικά αναλύεται σε πολυ- + λογού.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /po.li.loˈɣu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λυ‐λο‐γού

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυλογού θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε πολυλογάς

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πολυλογού