Δείτε επίσης: λόγου, λαγού

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λογού οι λογούδες
      γενική της λογούς των λογούδων
    αιτιατική τη λογού τις λογούδες
     κλητική λογού λογούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λογού < λογ(άς) + κατάληξη θηλυκού -ού

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /loˈɣu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λο‐γού
τονικό παρώνυμο: λόγου
παρώνυμο: λαγού

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λογού θηλυκό

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε λογάς