λόγου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈlo.ɣu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λό‐γου
- τονικό παρώνυμο: λογού
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαλόγου αρσενικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαλόγου αρσενικό