Δείτε επίσης: λοπάς

Ετυμολογία

επεξεργασία
λογάς < αρχαία ελληνική λογάς (αρσενικό ή θηλυκό), ως αρσενικό

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λογάς αρσενικό

  1. αξιωματούχος, πρόκριτος
  2. σοφός, λόγιος
  3. κληρικός
     δείτε τη λέξη ὀφικιάλιος

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / λογάς οἱ/αἱ λογάδες
      γενική τοῦ/τῆς λογάδος τῶν λογάδων
      δοτική τῷ/τῇ λογάδ τοῖς/ταῖς λογάσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν λογάδ τοὺς/τὰς λογάδᾰς
     κλητική ! λογάς λογάδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λογάδε
γεν-δοτ τοῖν  λογάδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «φυγάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λογάς, -άδος αρσενικό ή θηλυκό (και ως επίθετο)

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία