-άς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- -άς < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή -ᾶς
Επίθημα
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | -άς | η | -ού | το | -άδικο & -ούδικο |
γενική | του | -ά | της | -ούς | του | -άδικου & -ούδικου |
αιτιατική | τον | -ά | τη(ν) | -ού | το | -άδικο & -ούδικο |
κλητική | -ά | -ού | -άδικο & -ούδικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | -άδες | οι | -ούδες | τα | -άδικα & -ούδικα |
γενική | των | -άδων | των | -ούδων | των | -άδικων & -ούδικων |
αιτιατική | τους | -άδες | τις | -ούδες | τα | -άδικα & -ούδικα |
κλητική | -άδες | -ούδες | -άδικα & -ούδικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
ομάδα '-άς', Κατηγορία όπως «γλωσσάς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
-άς αρσενικό (θηλυκό -ού, ουδέτερο -άδικο/-ούδικο)
- επίθημα ανισοσύλλαβων μετουσιαστικών επιθέτων για έμψυχα που δηλώνει
- κάτι μεγαλύτερο ή περισσότερο απ' αυτό της πρωτότυπης λέξης
- ή ότι του αρέσει αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη
Επίθημα
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | -άς | οι | -άδες |
γενική | του | -ά | των | -άδων |
αιτιατική | τον | -ά | τους | -άδες |
κλητική | -ά | -άδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
-άς αρσενικό
- κατάληξη ανισοσύλλαβων αρσενικών ουσιαστικών
- επίθημα μετουσιαστικών ουσιαστικών που δηλώνουν επάγγελμα ή έξη σχετική με αυτό που δηλώνει η ρίζα της λέξης
- μεγεθυντικό επίθημα μεγεθυντικών μετουσιαστικών ουσιαστικών που δηλώνει κάτι μεγαλύτερο ή περισσότερο απ' αυτό της πρωτότυπης λέξης
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Επίθημα
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | -άς | αἱ | -άδες |
γενική | τῆς | -άδος | τῶν | -άδων |
δοτική | τῇ | -άδῐ | ταῖς | -άσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | -άδᾰ | τὰς | -άδᾰς |
κλητική ὦ! | -άς | -άδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -άδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | -άδοιν | ||
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
-άς θηλυκό