Δείτε επίσης: -ας, -ᾶς

Ετυμολογία

επεξεργασία

-άς αρσενικό (θηλυκό -ού, ουδέτερο -άδικο/-ούδικο)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο -άς οι -άδες
      γενική του -ά των -άδων
    αιτιατική τον -ά τους -άδες
     κλητική -ά -άδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

-άς αρσενικό

  1. κατάληξη ανισοσύλλαβων αρσενικών ουσιαστικών
    βοριάς, κιμάς, ψαράς
  2. επίθημα μετουσιαστικών ουσιαστικών που δηλώνουν επάγγελμα ή έξη σχετική με αυτό που δηλώνει η ρίζα της λέξης
    γάλα > γαλατάς, γυναίκα > γυναικάς
  3. μεγεθυντικό επίθημα μεγεθυντικών μετουσιαστικών ουσιαστικών που δηλώνει κάτι μεγαλύτερο ή περισσότερο απ' αυτό της πρωτότυπης λέξης
    δόντι > δοντάς, λεφτά > λεφτάς

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα


 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ς αἱ -άδες
      γενική τῆς -άδος τῶν -άδων
      δοτική τῇ -άδ ταῖς σῐ(ν)
    αιτιατική τὴν -άδ τὰς -άδᾰς
     κλητική ! ς -άδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -άδε
γεν-δοτ τοῖν  -άδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

-άς θηλυκό