-άδικο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.ði.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ά‐δι‐κο
Ετυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | -άδικο | τα | -άδικα |
γενική | του | -άδικου | των | -άδικων |
αιτιατική | το | -άδικο | τα | -άδικα |
κλητική | -άδικο | -άδικα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- -άδικο < θέμα -αδ- ανισοσύλλαβων ουσιαστικών σε -άς (όπως ψαράς), από τον πληθυντικό -άδ(ες) + -ικο.[1] Επέκταση και σε άλλα ουσιαστικά που δεν έχουν τέτοιο θέμα (όπως μοδίστρα, μοδιστρ-άδικο) [2]
Επίθημα
επεξεργασία-άδικο ουδέτερο
- παραγωγική κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν
- κατάστημα που πουλάει ό,τι σημαίνει η πρωτότυπη λέξη
- ή γενικότερα χώρο που σχετίζεται με την πρωτότυπη λέξη
- ή το σπίτι οικογένειας
- Νοταράς > Νοταράδικο
- ≈ συνώνυμα: -αίικο
Παράγωγα
επεξεργασία- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -άδικο στο Βικιλεξικό
- Όροι που λήγουν σε άδικο — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
όπως
- αλευράδικο
- αμαξάδικο
- ασβεστάδικο
- αυγουλάδικο
- αυτοκινητάδικο
- βαρελάδικο
- βενζινάδικο
- γαλατάδικο
- γανωματάδικο
- γκαζάδικο
- γκαζιεράδικο
- γουναράδικο
- γυαλάδικο
- δερματάδικο
- δισκάδικο
- ελληνάδικο, ελληνικάδικο
- επιπλάδικο
- ζωάδικο
- καλτσάδικο
- καπελάδικο
- καρβουνάδικο
- καρεκλάδικο
- κασετάδικο
- καστανάδικο
- κομπολογάδικο
- κορνιζάδικο
- κουρτινάδικο
- κοφινάδικο
- κρασάδικο
- λαδάδικο
- λουκετάδικο
- λουκουμάδικο
- λουλουδάδικο
- λουστράδικο
- μαρμαράδικο
- μοδιστράδικο
- μπαρουτάδικο
- ξενυχτάδικο
- ξυλάδικο
- ομπρελάδικο
- παιχνιδάδικο
- παντοφλάδικο,
- παντουφλάδικο
- παπλωματάδικο
- παπουτσάδικο
- ποδηλατάδικο
- πουκαμισάδικο
- πραματευτάδικο
- ραφτάδικο
- ρολογάδικο
- σαντουιτσάδικο
- σαπουνάδικο
- σιδεράδικο
- στριπτιζάδικο
- σκυλάδικο
- σφουγγαράδικο
- τσαγκαράδικο
- τσαντάδικο
- τσαρουχάδικο
- τσιγαράδικο
- τσιμεντάδικο
- τσιπουράδικο
- τυράδικο
- τυροπιτάδικο
- φαγάδικο
- φανελάδικο
- φαστφουντάδικο
- φραγκοραφτάδικο
- φρουτάδικο
- χαλκωματάδικο
- χαμπουργκεράδικο
- ψαράδικο
- ψωμάδικο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- -άδικο: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία-άδικο
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του -άδικος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του -άδικος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ -άδικο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας