Δείτε επίσης: άδικο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈa.ði.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ά‐δι‐κο

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το -άδικο τα -άδικα
      γενική του -άδικου των -άδικων
    αιτιατική το -άδικο τα -άδικα
     κλητική -άδικο -άδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
-άδικο < θέμα -αδ- ανισοσύλλαβων ουσιαστικών σε -άς (όπως ψαράς), από τον πληθυντικό -άδ(ες) + -ικο.[1] Επέκταση και σε άλλα ουσιαστικά που δεν έχουν τέτοιο θέμα (όπως μοδίστρα, μοδιστρ-άδικο) [2]

  Επίθημα επεξεργασία

-άδικο ουδέτερο

Παράγωγα επεξεργασία

όπως

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

-άδικο: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

-άδικο

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του -άδικος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του -άδικος

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. -άδικο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας